- μεταβολιμαῖος
- μεταβολ-ιμαῖος,A translaticius, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταβολιμαίος — μεταβολιμαῑος, ον (Α) αυτός που μπορεί να υποστεί μεταβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταβολή + κατάλ. ιμαῖος μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *μεταβόλιμος (πρβλ. υποβολ ιμαίος] … Dictionary of Greek